ατίθασος

ατίθασος
-η, -ο (AM ἀτίθασος, -ον)
1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος
2. απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τιθασός «ήμερος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀτίθασος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατίθασος — η, ο αυτός που δε μέρωσε, άγριος, απείθαρχος: Είναι παιδί πολύ ατίθασο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτιθασώτατα — ἀτίθασος adverbial superl ἀτίθασος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίθασον — ἀτίθασος masc/fem acc sg ἀτίθασος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθασωτάτῳ — ἀτίθασος masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσοις — ἀτίθασος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσου — ἀτίθασος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσους — ἀτίθασος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσων — ἀτίθασος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίθασα — ἀτίθασος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”